Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λινορραφής
Λίνος
λίνος
λινόσαρκος
λινοσινής
λινόσπαρτον
λινοσπέρμινος
λινόσπερμον
λινοστασία
λινοστατέω
λινοστολία
λινόστολος
λινόστροφος
λινοτειχής
λινούδιον
λινουλκός
λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοϋφής
View word page
λινοστολία
wearing of linen, linen clothing
ShortDef
wearing of linen, linen clothing
Debugging
Headword:
λινοστολία
Headword (normalized):
λινοστολία
Headword (normalized/stripped):
λινοστολια
IDX:
53344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53345
Key:
Data
{'content': 'wearing of linen, linen clothing'}