Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινόπτης
λινοπώλης
λινορραφής
Λίνος
λίνος
λινόσαρκος
λινοσινής
λινόσπαρτον
λινοσπέρμινος
λινόσπερμον
λινοστασία
λινοστατέω
λινοστολία
λινόστολος
λινόστροφος
λινοτειχής
λινούδιον
λινουλκός
λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
View word page
λινοστασία
a laying of nets: the nets laid

ShortDef

a laying of nets: the nets laid

Debugging

Headword:
λινοστασία
Headword (normalized):
λινοστασία
Headword (normalized/stripped):
λινοστασια
IDX:
53342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53343
Key:

Data

{'content': 'a laying of nets: the nets laid'}