Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λινόπτερος
λινόπτης
λινοπώλης
λινορραφής
Λίνος
λίνος
λινόσαρκος
λινοσινής
λινόσπαρτον
λινοσπέρμινος
λινόσπερμον
λινοστασία
λινοστατέω
λινοστολία
λινόστολος
λινόστροφος
λινοτειχής
λινούδιον
λινουλκός
λινουργεῖον
λινουργέω
View word page
λινόσπερμον
linseed
ShortDef
linseed
Debugging
Headword:
λινόσπερμον
Headword (normalized):
λινόσπερμον
Headword (normalized/stripped):
λινοσπερμον
IDX:
53341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53342
Key:
Data
{'content': 'linseed'}