Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
λινοπώλης
λινορραφής
Λίνος
λίνος
λινόσαρκος
λινοσινής
λινόσπαρτον
λινοσπέρμινος
λινόσπερμον
λινοστασία
λινοστατέω
λινοστολία
λινόστολος
λινόστροφος
λινοτειχής
λινούδιον
λινουλκός
λινουργεῖον
View word page
λινοσπέρμινος
of linseed

ShortDef

of linseed

Debugging

Headword:
λινοσπέρμινος
Headword (normalized):
λινοσπέρμινος
Headword (normalized/stripped):
λινοσπερμινος
IDX:
53340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53341
Key:

Data

{'content': 'of linseed'}