Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
λινοπώλης
λινορραφής
Λίνος
λίνος
λινόσαρκος
λινοσινής
λινόσπαρτον
λινοσπέρμινος
λινόσπερμον
λινοστασία
λινοστατέω
λινοστολία
λινόστολος
λινόστροφος
λινοτειχής
λινούδιον
View word page
λινοσινής
damaging linen

ShortDef

damaging linen

Debugging

Headword:
λινοσινής
Headword (normalized):
λινοσινής
Headword (normalized/stripped):
λινοσινης
IDX:
53338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53339
Key:

Data

{'content': 'damaging linen'}