Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
λινοπώλης
λινορραφής
Λίνος
λίνος
λινόσαρκος
λινοσινής
λινόσπαρτον
λινοσπέρμινος
λινόσπερμον
λινοστασία
λινοστατέω
λινοστολία
λινόστολος
View word page
Λίνος
Linos

ShortDef

Linos
usu. λίνον; anything made of flax; (pl.) the Bands, a constellation

Debugging

Headword:
Λίνος
Headword (normalized):
λίνος
Headword (normalized/stripped):
λινος
IDX:
53335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53336
Key:

Data

{'content': 'Linos'}