Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
λινοπώλης
λινορραφής
Λίνος
λίνος
λινόσαρκος
λινοσινής
λινόσπαρτον
λινοσπέρμινος
λινόσπερμον
λινοστασία
View word page
λινόπτης
one who watches nets to see whether anything is caught

ShortDef

one who watches nets to see whether anything is caught

Debugging

Headword:
λινόπτης
Headword (normalized):
λινόπτης
Headword (normalized/stripped):
λινοπτης
IDX:
53332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53333
Key:

Data

{'content': 'one who watches nets to see whether anything is caught'}