Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λινοθώρηξ
λινοκαλάμη
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
λινοπώλης
λινορραφής
Λίνος
λίνος
λινόσαρκος
λινοσινής
View word page
λινοποιός
making linen
ShortDef
making linen
Debugging
Headword:
λινοποιός
Headword (normalized):
λινοποιός
Headword (normalized/stripped):
λινοποιος
IDX:
53328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53329
Key:
Data
{'content': 'making linen'}