Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθήρης
λινοθώραξ
λινοθώρηξ
λινοκαλάμη
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
λινοπώλης
λινορραφής
View word page
λινόπεπλος
with linen robe
ShortDef
with linen robe
Debugging
Headword:
λινόπεπλος
Headword (normalized):
λινόπεπλος
Headword (normalized/stripped):
λινοπεπλος
IDX:
53324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53325
Key:
Data
{'content': 'with linen robe'}