Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθήρης
λινοθώραξ
λινοθώρηξ
λινοκαλάμη
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
λινοπώλης
View word page
λίνον
anything made of flax; cord, line, net, sail-cloth

ShortDef

anything made of flax; cord, line, net, sail-cloth

Debugging

Headword:
λίνον
Headword (normalized):
λίνον
Headword (normalized/stripped):
λινον
IDX:
53323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53324
Key:

Data

{'content': 'anything made of flax; cord, line, net, sail-cloth'}