Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθήρης
λινοθώραξ
λινοθώρηξ
λινοκαλάμη
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλυτής
λινοποιός
λινοπόρος
λινοπτάομαι
λινόπτερος
λινόπτης
View word page
λινόκροκος
flax-woven

ShortDef

flax-woven

Debugging

Headword:
λινόκροκος
Headword (normalized):
λινόκροκος
Headword (normalized/stripped):
λινοκροκος
IDX:
53322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53323
Key:

Data

{'content': 'flax-woven'}