Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθήρης
λινοθώραξ
λινοθώρηξ
λινοκαλάμη
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλυτής
λινοποιός
View word page
λινοθώρηξ
wearing a linen cuirass

ShortDef

wearing a linen cuirass

Debugging

Headword:
λινοθώρηξ
Headword (normalized):
λινοθώρηξ
Headword (normalized/stripped):
λινοθωρηξ
IDX:
53318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53319
Key:

Data

{'content': 'wearing a linen cuirass'}