Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινεψός
λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθήρης
λινοθώραξ
λινοθώρηξ
λινοκαλάμη
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
λινοπλυτής
View word page
λινοθώραξ
wearing a linen cuirass

ShortDef

wearing a linen cuirass

Debugging

Headword:
λινοθώραξ
Headword (normalized):
λινοθώραξ
Headword (normalized/stripped):
λινοθωραξ
IDX:
53317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53318
Key:

Data

{'content': 'wearing a linen cuirass'}