Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινέψιον
λινεψός
λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθήρης
λινοθώραξ
λινοθώρηξ
λινοκαλάμη
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
λινοπλόκος
View word page
λινοθήρης
one who uses nets

ShortDef

one who uses nets

Debugging

Headword:
λινοθήρης
Headword (normalized):
λινοθήρης
Headword (normalized/stripped):
λινοθηρης
IDX:
53316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53317
Key:

Data

{'content': 'one who uses nets'}