Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθήρης
λινοθώραξ
λινοθώρηξ
λινοκαλάμη
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
λινόπλεκτος
View word page
λινοθήρας
one who uses nets

ShortDef

one who uses nets

Debugging

Headword:
λινοθήρας
Headword (normalized):
λινοθήρας
Headword (normalized/stripped):
λινοθηρας
IDX:
53315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53316
Key:

Data

{'content': 'one who uses nets'}