Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινεργής
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθήρης
λινοθώραξ
λινοθώρηξ
λινοκαλάμη
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
λίνον
λινόπεπλος
View word page
λινόζωστος
bound with flaxen cords

ShortDef

bound with flaxen cords

Debugging

Headword:
λινόζωστος
Headword (normalized):
λινόζωστος
Headword (normalized/stripped):
λινοζωστος
IDX:
53314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53315
Key:

Data

{'content': 'bound with flaxen cords'}