Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθήρης
λινοθώραξ
λινοθώρηξ
λινοκαλάμη
λινόκλωστος
λινοκριθή
λινόκροκος
View word page
λινόζευκτος
flaxen bond
ShortDef
flaxen bond
Debugging
Headword:
λινόζευκτος
Headword (normalized):
λινόζευκτος
Headword (normalized/stripped):
λινοζευκτος
IDX:
53312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53313
Key:
Data
{'content': 'flaxen bond'}