Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθήρης
λινοθώραξ
λινοθώρηξ
λινοκαλάμη
λινόκλωστος
λινοκριθή
View word page
λινοερκής
surrounding with nets

ShortDef

surrounding with nets

Debugging

Headword:
λινοερκής
Headword (normalized):
λινοερκής
Headword (normalized/stripped):
λινοερκης
IDX:
53311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53312
Key:

Data

{'content': 'surrounding with nets'}