Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινάριον
λινάρμενον
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθήρης
λινοθώραξ
λινοθώρηξ
View word page
λινικός
pertaining to flax

ShortDef

pertaining to flax

Debugging

Headword:
λινικός
Headword (normalized):
λινικός
Headword (normalized/stripped):
λινικος
IDX:
53308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53309
Key:

Data

{'content': 'pertaining to flax'}