Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιναῖος
λινάριον
λινάρμενον
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
λινοθήρης
λινοθώραξ
View word page
λινεψός
linen-boiler, linencleaner

ShortDef

linen-boiler, linencleaner

Debugging

Headword:
λινεψός
Headword (normalized):
λινεψός
Headword (normalized/stripped):
λινεψος
IDX:
53307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53308
Key:

Data

{'content': 'linen-boiler, linencleaner'}