Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμώσσω
λιναγρέτης
λιναῖος
λινάριον
λινάρμενον
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
λινοθήρας
View word page
λινεύω
catch with nets

ShortDef

catch with nets

Debugging

Headword:
λινεύω
Headword (normalized):
λινεύω
Headword (normalized/stripped):
λινευω
IDX:
53305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53306
Key:

Data

{'content': 'catch with nets'}