Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λίμωξις
λιμώσσω
λιναγρέτης
λιναῖος
λινάριον
λινάρμενον
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
λινόζωστος
View word page
λινεργής
wrought of flax

ShortDef

wrought of flax

Debugging

Headword:
λινεργής
Headword (normalized):
λινεργής
Headword (normalized/stripped):
λινεργης
IDX:
53304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53305
Key:

Data

{'content': 'wrought of flax'}