Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμώδης
λίμωξις
λιμώσσω
λιναγρέτης
λιναῖος
λινάριον
λινάρμενον
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
λινόζευκτος
λινόζωστις
View word page
λίνεος
of flax, flaxen, linen

ShortDef

of flax, flaxen, linen

Debugging

Headword:
λίνεος
Headword (normalized):
λίνεος
Headword (normalized/stripped):
λινεος
IDX:
53303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53304
Key:

Data

{'content': 'of flax, flaxen, linen'}