Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμόψωρος
λιμώδης
λίμωξις
λιμώσσω
λιναγρέτης
λιναῖος
λινάριον
λινάρμενον
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
λινόζευκτος
View word page
λινέμπορος
flax-merchant

ShortDef

flax-merchant

Debugging

Headword:
λινέμπορος
Headword (normalized):
λινέμπορος
Headword (normalized/stripped):
λινεμπορος
IDX:
53302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53303
Key:

Data

{'content': 'flax-merchant'}