Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώδης
λίμωξις
λιμώσσω
λιναγρέτης
λιναῖος
λινάριον
λινάρμενον
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λινογενής
λινόδετος
λινοερκής
View word page
λίνειος
linen
ShortDef
linen
Debugging
Headword:
λίνειος
Headword (normalized):
λίνειος
Headword (normalized/stripped):
λινειος
IDX:
53301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53302
Key:
Data
{'content': 'linen'}