Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμοποιός
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώδης
λίμωξις
λιμώσσω
λιναγρέτης
λιναῖος
λινάριον
λινάρμενον
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
λινικός
λινογενής
View word page
λινάρμενον
sail

ShortDef

sail

Debugging

Headword:
λινάρμενον
Headword (normalized):
λινάρμενον
Headword (normalized/stripped):
λιναρμενον
IDX:
53299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53300
Key:

Data

{'content': 'sail'}