Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιμοκτονία
λιμόξηρος
λιμοποιός
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώδης
λίμωξις
λιμώσσω
λιναγρέτης
λιναῖος
λινάριον
λινάρμενον
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
λινεύω
λινέψιον
λινεψός
View word page
λιναῖος
pertaining to flax
ShortDef
pertaining to flax
Debugging
Headword:
λιναῖος
Headword (normalized):
λιναῖος
Headword (normalized/stripped):
λιναιος
IDX:
53297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53298
Key:
Data
{'content': 'pertaining to flax'}