Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμόξηρος
λιμοποιός
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώδης
λίμωξις
λιμώσσω
λιναγρέτης
λιναῖος
λινάριον
λινάρμενον
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
λινεύω
λινέψιον
View word page
λιναγρέτης
caught in the net

ShortDef

caught in the net

Debugging

Headword:
λιναγρέτης
Headword (normalized):
λιναγρέτης
Headword (normalized/stripped):
λιναγρετης
IDX:
53296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53297
Key:

Data

{'content': 'caught in the net'}