Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμοκόλαξ
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμόξηρος
λιμοποιός
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώδης
λίμωξις
λιμώσσω
λιναγρέτης
λιναῖος
λινάριον
λινάρμενον
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
λινεύω
View word page
λιμώσσω
to be famished, hungry

ShortDef

to be famished, hungry

Debugging

Headword:
λιμώσσω
Headword (normalized):
λιμώσσω
Headword (normalized/stripped):
λιμωσσω
IDX:
53295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53296
Key:

Data

{'content': 'to be famished, hungry'}