Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιμοκίμβιξ
λιμοκόλαξ
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμόξηρος
λιμοποιός
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώδης
λίμωξις
λιμώσσω
λιναγρέτης
λιναῖος
λινάριον
λινάρμενον
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
λινεργής
View word page
λίμωξις
starvation
ShortDef
starvation
Debugging
Headword:
λίμωξις
Headword (normalized):
λίμωξις
Headword (normalized/stripped):
λιμωξις
IDX:
53294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53295
Key:
Data
{'content': 'starvation'}