Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμοθνής
λιμοκίμβιξ
λιμοκόλαξ
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμόξηρος
λιμοποιός
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώδης
λίμωξις
λιμώσσω
λιναγρέτης
λιναῖος
λινάριον
λινάρμενον
Λίνδος
λίνειος
λινέμπορος
λίνεος
View word page
λιμώδης
famished, hungry

ShortDef

famished, hungry

Debugging

Headword:
λιμώδης
Headword (normalized):
λιμώδης
Headword (normalized/stripped):
λιμωδης
IDX:
53293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53294
Key:

Data

{'content': 'famished, hungry'}