Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιμνόστρεον
λιμνοσώματος
λιμνουργός
λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
Λιμνώρεια
λιμοδοξέω
λιμοδοξία
λιμοθνής
λιμοκίμβιξ
λιμοκόλαξ
λιμοκτονέω
λιμοκτονία
λιμόξηρος
λιμοποιός
λιμός
λιμοφορεύς
λιμόψωρος
λιμώδης
λίμωξις
View word page
λιμοκίμβιξ
one who starves himself from avarice
ShortDef
one who starves himself from avarice
Debugging
Headword:
λιμοκίμβιξ
Headword (normalized):
λιμοκίμβιξ
Headword (normalized/stripped):
λιμοκιμβιξ
IDX:
53284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53285
Key:
Data
{'content': 'one who starves himself from avarice'}