Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιμνήστινον
λιμνήτης
λιμνιάρχης
λιμνιτικά
λιμνόβιος
λιμνοθάλασσα
λιμνομάχης
λιμνόομαι
λιμνόστρεον
λιμνοσώματος
λιμνουργός
λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
Λιμνώρεια
λιμοδοξέω
λιμοδοξία
λιμοθνής
λιμοκίμβιξ
λιμοκόλαξ
λιμοκτονέω
View word page
λιμνουργός
one who works in lakes, fisherman
ShortDef
one who works in lakes, fisherman
Debugging
Headword:
λιμνουργός
Headword (normalized):
λιμνουργός
Headword (normalized/stripped):
λιμνουργος
IDX:
53276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53277
Key:
Data
{'content': 'one who works in lakes, fisherman'}