Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λίμνη
λίμνηθεν
Λιμνήσιος
λιμνήστινον
λιμνήτης
λιμνιάρχης
λιμνιτικά
λιμνόβιος
λιμνοθάλασσα
λιμνομάχης
λιμνόομαι
λιμνόστρεον
λιμνοσώματος
λιμνουργός
λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
Λιμνώρεια
λιμοδοξέω
λιμοδοξία
λιμοθνής
View word page
λιμνόομαι
become a marsh
ShortDef
become a marsh
Debugging
Headword:
λιμνόομαι
Headword (normalized):
λιμνόομαι
Headword (normalized/stripped):
λιμνοομαι
IDX:
53273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53274
Key:
Data
{'content': 'become a marsh'}