Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμνασμός
λιμναστεία
λιμναστής
λίμνη
λίμνηθεν
Λιμνήσιος
λιμνήστινον
λιμνήτης
λιμνιάρχης
λιμνιτικά
λιμνόβιος
λιμνοθάλασσα
λιμνομάχης
λιμνόομαι
λιμνόστρεον
λιμνοσώματος
λιμνουργός
λιμνοφυής
λιμνόχαρις
λιμνώδης
Λιμνώρεια
View word page
λιμνόβιος
living in a lake

ShortDef

living in a lake

Debugging

Headword:
λιμνόβιος
Headword (normalized):
λιμνόβιος
Headword (normalized/stripped):
λιμνοβιος
IDX:
53270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53271
Key:

Data

{'content': 'living in a lake'}