Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιμνάζω
Λίμναι
Λιμναία
λιμναῖος
λιμνασία
λιμνασμός
λιμναστεία
λιμναστής
λίμνη
λίμνηθεν
Λιμνήσιος
λιμνήστινον
λιμνήτης
λιμνιάρχης
λιμνιτικά
λιμνόβιος
λιμνοθάλασσα
λιμνομάχης
λιμνόομαι
λιμνόστρεον
λιμνοσώματος
View word page
Λιμνήσιος
laker
ShortDef
laker
Debugging
Headword:
Λιμνήσιος
Headword (normalized):
λιμνήσιος
Headword (normalized/stripped):
λιμνησιος
IDX:
53265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53266
Key:
Data
{'content': 'laker'}