Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λίμνα
λιμναγενής
λιμνάζω
Λίμναι
Λιμναία
λιμναῖος
λιμνασία
λιμνασμός
λιμναστεία
λιμναστής
λίμνη
λίμνηθεν
Λιμνήσιος
λιμνήστινον
λιμνήτης
λιμνιάρχης
λιμνιτικά
λιμνόβιος
λιμνοθάλασσα
λιμνομάχης
λιμνόομαι
View word page
λίμνη
a pool of standing water; a lake
ShortDef
a pool of standing water; a lake
Debugging
Headword:
λίμνη
Headword (normalized):
λίμνη
Headword (normalized/stripped):
λιμνη
IDX:
53263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53264
Key:
Data
{'content': 'a pool of standing water; a lake'}