Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμηρός2
λίμνα
λιμναγενής
λιμνάζω
Λίμναι
Λιμναία
λιμναῖος
λιμνασία
λιμνασμός
λιμναστεία
λιμναστής
λίμνη
λίμνηθεν
Λιμνήσιος
λιμνήστινον
λιμνήτης
λιμνιάρχης
λιμνιτικά
λιμνόβιος
λιμνοθάλασσα
λιμνομάχης
View word page
λιμναστής
supervisor of irrigation-works

ShortDef

supervisor of irrigation-works

Debugging

Headword:
λιμναστής
Headword (normalized):
λιμναστής
Headword (normalized/stripped):
λιμναστης
IDX:
53262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53263
Key:

Data

{'content': 'supervisor of irrigation-works'}