Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λίμνα
λιμναγενής
λιμνάζω
Λίμναι
Λιμναία
λιμναῖος
λιμνασία
λιμνασμός
λιμναστεία
λιμναστής
λίμνη
λίμνηθεν
Λιμνήσιος
λιμνήστινον
λιμνήτης
λιμνιάρχης
λιμνιτικά
λιμνόβιος
View word page
λιμνασμός
irrigation, flooding

ShortDef

irrigation, flooding

Debugging

Headword:
λιμνασμός
Headword (normalized):
λιμνασμός
Headword (normalized/stripped):
λιμνασμος
IDX:
53260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53261
Key:

Data

{'content': 'irrigation, flooding'}