Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιμενουργία
λιμενοφύλαξ
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λίμνα
λιμναγενής
λιμνάζω
Λίμναι
Λιμναία
λιμναῖος
λιμνασία
λιμνασμός
λιμναστεία
λιμναστής
λίμνη
λίμνηθεν
Λιμνήσιος
λιμνήστινον
λιμνήτης
λιμνιάρχης
View word page
λιμναῖος
of or from the marsh, stagnant
ShortDef
of or from the marsh, stagnant
Debugging
Headword:
λιμναῖος
Headword (normalized):
λιμναῖος
Headword (normalized/stripped):
λιμναιος
IDX:
53258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53259
Key:
Data
{'content': 'of or from the marsh, stagnant'}