Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμενουργία
λιμενοφύλαξ
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λίμνα
λιμναγενής
λιμνάζω
Λίμναι
Λιμναία
λιμναῖος
λιμνασία
λιμνασμός
λιμναστεία
λιμναστής
λίμνη
λίμνηθεν
Λιμνήσιος
λιμνήστινον
View word page
Λίμναι
a quarter in Athens; in Sparta; a place in Messenia

ShortDef

a quarter in Athens; in Sparta; a place in Messenia

Debugging

Headword:
Λίμναι
Headword (normalized):
λίμναι
Headword (normalized/stripped):
λιμναι
IDX:
53256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53257
Key:

Data

{'content': 'a quarter in Athens; in Sparta; a place in Messenia'}