Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμενιτικός
λιμενοειδής
λιμενοποιΐα
λιμενοποιϊκά
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμενουργία
λιμενοφύλαξ
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λίμνα
λιμναγενής
λιμνάζω
Λίμναι
Λιμναία
λιμναῖος
λιμνασία
λιμνασμός
λιμναστεία
λιμναστής
View word page
λιμηρός2
furnished with a good harbour

ShortDef

hungry, causing hunger
furnished with a good harbour

Debugging

Headword:
λιμηρός2
Headword (normalized):
λιμηρός
Headword (normalized/stripped):
λιμηρος2
IDX:
53252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53253
Key:

Data

{'content': 'furnished with a good harbour'}