Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμενίτης
λιμενιτικός
λιμενοειδής
λιμενοποιΐα
λιμενοποιϊκά
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμενουργία
λιμενοφύλαξ
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λίμνα
λιμναγενής
λιμνάζω
Λίμναι
Λιμναία
λιμναῖος
λιμνασία
λιμνασμός
λιμναστεία
View word page
λιμηρός
hungry, causing hunger

ShortDef

hungry, causing hunger
furnished with a good harbour

Debugging

Headword:
λιμηρός
Headword (normalized):
λιμηρός
Headword (normalized/stripped):
λιμηρος
IDX:
53251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53252
Key:

Data

{'content': 'hungry, causing hunger'}