Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμενίζω
λιμένιος
λιμενίτης
λιμενιτικός
λιμενοειδής
λιμενοποιΐα
λιμενοποιϊκά
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμενουργία
λιμενοφύλαξ
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λίμνα
λιμναγενής
λιμνάζω
Λίμναι
Λιμναία
λιμναῖος
λιμνασία
View word page
λιμενοφύλαξ
harbour-watcher

ShortDef

harbour-watcher

Debugging

Headword:
λιμενοφύλαξ
Headword (normalized):
λιμενοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
λιμενοφυλαξ
IDX:
53249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53250
Key:

Data

{'content': 'harbour-watcher'}