Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιμενήοχος
λιμενίζω
λιμένιος
λιμενίτης
λιμενιτικός
λιμενοειδής
λιμενοποιΐα
λιμενοποιϊκά
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμενουργία
λιμενοφύλαξ
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λίμνα
λιμναγενής
λιμνάζω
Λίμναι
Λιμναία
λιμναῖος
View word page
λιμενουργία
harbour-making
ShortDef
harbour-making
Debugging
Headword:
λιμενουργία
Headword (normalized):
λιμενουργία
Headword (normalized/stripped):
λιμενουργια
IDX:
53248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53249
Key:
Data
{'content': 'harbour-making'}