Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λιμενήιον
λιμενήοχος
λιμενίζω
λιμένιος
λιμενίτης
λιμενιτικός
λιμενοειδής
λιμενοποιΐα
λιμενοποιϊκά
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμενουργία
λιμενοφύλαξ
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λίμνα
λιμναγενής
λιμνάζω
Λίμναι
Λιμναία
View word page
λιμενοσκόπος
watching the harbour

ShortDef

watching the harbour

Debugging

Headword:
λιμενοσκόπος
Headword (normalized):
λιμενοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
λιμενοσκοπος
IDX:
53247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53248
Key:

Data

{'content': 'watching the harbour'}