Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμεναρχέω
λιμενάρχης
Λιμενήιον
λιμενήοχος
λιμενίζω
λιμένιος
λιμενίτης
λιμενιτικός
λιμενοειδής
λιμενοποιΐα
λιμενοποιϊκά
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμενουργία
λιμενοφύλαξ
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
λίμνα
λιμναγενής
λιμνάζω
View word page
λιμενοποιϊκά
things belonging thereto

ShortDef

things belonging thereto

Debugging

Headword:
λιμενοποιϊκά
Headword (normalized):
λιμενοποιϊκά
Headword (normalized/stripped):
λιμενοποιικα
IDX:
53245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53246
Key:

Data

{'content': 'things belonging thereto'}