Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιμαίνω
λιμαλέος
λιμβός
λιμεναρχέω
λιμενάρχης
Λιμενήιον
λιμενήοχος
λιμενίζω
λιμένιος
λιμενίτης
λιμενιτικός
λιμενοειδής
λιμενοποιΐα
λιμενοποιϊκά
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμενουργία
λιμενοφύλαξ
λιμήν
λιμηρός
λιμηρός2
View word page
λιμενιτικός
of a harbour

ShortDef

of a harbour

Debugging

Headword:
λιμενιτικός
Headword (normalized):
λιμενιτικός
Headword (normalized/stripped):
λιμενιτικος
IDX:
53242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53243
Key:

Data

{'content': 'of a harbour'}