Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιμαγχία
λιμαγχικός
λιμαγχονικός
λιμαίνω
λιμαλέος
λιμβός
λιμεναρχέω
λιμενάρχης
Λιμενήιον
λιμενήοχος
λιμενίζω
λιμένιος
λιμενίτης
λιμενιτικός
λιμενοειδής
λιμενοποιΐα
λιμενοποιϊκά
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
λιμενουργία
λιμενοφύλαξ
View word page
λιμενίζω
form a harbour
ShortDef
form a harbour
Debugging
Headword:
λιμενίζω
Headword (normalized):
λιμενίζω
Headword (normalized/stripped):
λιμενιζω
IDX:
53239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53240
Key:
Data
{'content': 'form a harbour'}