Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λιλύβαιον
λιμαγχέω
λιμαγχία
λιμαγχικός
λιμαγχονικός
λιμαίνω
λιμαλέος
λιμβός
λιμεναρχέω
λιμενάρχης
Λιμενήιον
λιμενήοχος
λιμενίζω
λιμένιος
λιμενίτης
λιμενιτικός
λιμενοειδής
λιμενοποιΐα
λιμενοποιϊκά
λιμενορμίτης
λιμενοσκόπος
View word page
Λιμενήιον
Limeneium

ShortDef

Limeneium

Debugging

Headword:
Λιμενήιον
Headword (normalized):
λιμενήιον
Headword (normalized/stripped):
λιμενηιον
IDX:
53237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53238
Key:

Data

{'content': 'Limeneium'}